- διαφροντίζω
- διαφροντίζω (Α)1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῑον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφροντίζω — meditate on pres subj act 1st sg διαφροντίζω meditate on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφροντίσαι — διαφροντίζω meditate on aor inf act διαφροντίσαῑ , διαφροντίζω meditate on aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφροντίζειν — διαφροντίζω meditate on pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφροντίζων — διαφροντίζω meditate on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)